κατευόδωση — η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ] καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος νεοελλ. το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει … Dictionary of Greek
κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… … Dictionary of Greek
ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… … Dictionary of Greek
ξεπροβόδισμα — το [ξεπροβοδίζω] η κατευόδωση … Dictionary of Greek
προβόδισμα — το, Ν [προβοδίζω] προπομπή, κατευόδωση … Dictionary of Greek
προβόδωμα — το, Ν [προβοδώνω] προβόδισμα, ξεπροβόδισμα, κατευόδωση … Dictionary of Greek
συνέβγαλμα — το, Ν [συνεβγάζω] κατευόδωση … Dictionary of Greek
ξεπροβόδισμα — το, ατος προπομπή, κατευόδωση: Όλο το χωριό βγήκε για το ξεπροβόδισμα των παιδιών που φεύγανε για το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)