κατευοδώσῃ

κατευοδώσῃ
κατευοδώσηι , κατευόδωσις
good success
fem dat sg (epic)
κατευοδόω
bring prosperity
aor subj mid 2nd sg
κατευοδόω
bring prosperity
aor subj act 3rd sg
κατευοδόω
bring prosperity
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευόδωση — η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ] καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος νεοελλ. το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει …   Dictionary of Greek

  • κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… …   Dictionary of Greek

  • ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβόδισμα — το [ξεπροβοδίζω] η κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • προβόδισμα — το, Ν [προβοδίζω] προπομπή, κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • προβόδωμα — το, Ν [προβοδώνω] προβόδισμα, ξεπροβόδισμα, κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • συνέβγαλμα — το, Ν [συνεβγάζω] κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβόδισμα — το, ατος προπομπή, κατευόδωση: Όλο το χωριό βγήκε για το ξεπροβόδισμα των παιδιών που φεύγανε για το μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”